παλίστρεπτος

παλίστρεπτος
πᾰλίστρεπτος, [full] παλίστροφος,
A v. παλίνστρεπτος, -στροφος.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • παλίστρεπτος — παλίστρεπτος, ον (Α) βλ. παλίνστρεπτος …   Dictionary of Greek

  • παλίνστρεπτος — και παλίστρεπτος, ον (Α) στραμμένος προς τα πίσω. [ΕΤΥΜΟΛ. < πάλι(ν) + στρεπτός (< στρέφω), πρβλ. εύ στρεπτος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”